- γενεαλογία
- Με τον όρο αυτό περιγράφονται διάφορες έννοιες συγγενικών σημασιών: (α) η σειρά των γενεών προγόνων και επιγόνων μιας οικογένειας, όπως αυτές εμφανίζονται χρονικά, (β) ο κατάλογος ή ο πίνακας στον οποίο καταγράφεται η σειρά των γενεών μιας οικογένειας ή ενός μέλους της (αλλιώς γενεαλογικό δέντρο) και (γ) η επιστήμη που ασχολείται με την έρευνα της καταγωγής και της διαδοχής των γενεών μιας οικογένειας καθώς και με τις σχέσεις συγγένειας μεταξύ των μελών της.
Η ανίχνευση για το γένος, την καταγωγή ενός ατόμου ή μιας οικογένειας και μάλιστα όσων διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του πολιτισμού ή της ιστορικής πορείας μιας χώρας αποτελεί μέρος της ιστορίας και τη βοηθά στις έρευνές της. Στον Μεσαίωνα ειδικότερα, η γ. εισχώρησε και στα κοινωνιολογικά ή τα νομικά θέματα, εξαιτίας της κοινωνικής σύνθεσης εκείνης της εποχής. Έτσι, οι υποψήφιοι για την απόκτηση ορισμένου αξιώματος ανώτερης βαθμίδας ήταν υποχρεωμένοι να προσάγουν έκθεση του γενεαλογικού τους δέντρου, για να αποδειχτεί κληρονομικά η ευγενής καταγωγή τους. Αλλά και νομικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η γ., κυρίως στο κανονικό δίκαιο του Μεσαίωνα, στα θέματα του γάμου ή της κληρονομικής διαδοχής, για να καθοριστεί ο βαθμός συγγένειας. Στο παρελθόν, οι γενεαλογικές συζητήσεις γίνονταν μάλλον για την εξυπηρέτηση διαφόρων φιλόδοξων ατόμων, με αποτέλεσμα να πλαστούν αβάσιμες, ψευδείς γ., που έφεραν σύγχυση στην έρευνα της ιστορικής επιστήμης. Η γ. εξελίχθηκε περισσότερο από τον 13o αι., οπότε καθιερώθηκαν τα οικογενειακά επώνυμα και αναπτύχθηκε ειδικός κλάδος γενεαλογιστών για τη δημιουργία των γενεαλογικών δέντρων, των γενεαλογικών πινάκων κλπ. Συστηματική έρευνα των γ. άρχισε πρώτος ο Γερμανός Ρίξνερ (1527) και μετά από αυτόν ο Τσέλιους (1536). Πραγματικός όμως θεμελιωτής της επιστημονικής γ. είναι ο Γάλλος Αντρέ Ντισέσν (1584-1640), που ερεύνησε και δημοσίευσε τη γ. διαφόρων αριστοκρατικών γαλλικών οίκων. Άλλοι γενεαλογιστές είναι οι Πιερ ντε Λα Γκαρντ ντ’ Οριέ και ο γιος του Ρενέ, Ζ. Λε Ραμπουρέρ, Λα Κάζας, Ανσέλμ, Λανσελό, Ριτερσχάουζεν κ.ά. Στην Ελλάδα ασχολήθηκαν με γενεαλογικές έρευνες ο Ε. Ραγκαβής, ο Κ. Χρηστομάνος και οι Γρηγ. και Δημ. Καμπούρογλου.
(Βιολ.) Τα διάφορα ζώα και φυτά, καθώς διαδέχονται το ένα το άλλο, παρουσιάζουν εξέλιξη με την πάροδο του χρόνου και συνθέτουν σειρές γενεών, περισσότερο ή λιγότερο διακλαδισμένες. Οι βιολόγοι και οι παλαιοντολόγοι ασχολούνται με την αναπαράσταση αυτής της σειράς για κάθε είδος ξεχωριστά και για τις διάφορες ομάδες των ειδών (γένη, οικογένειες, τάξεις κ.ά.). Η έρευνα αυτή συνετέλεσε στην κατάστρωση γενεαλογικών πινάκων, ειδικά για ορισμένες ομάδες, των οποίων σώζονταν και μελετήθηκαν άφθονες απολιθωμένες μορφές. Όμως, η υποκειμενικότητα των ερευνητών και η έλλειψη στοιχείων οδηγούν σε διαφωνίες μεταξύ των βιολόγων. Και εξάλλου, οι γ. των διαφόρων ειδών ή ομάδων, είναι αδύνατον να παραμένουν οριστικές· η συνεχής ανακάλυψη νέων απολιθωμένων μορφών, αγνώστων έως κάποιο χρονικό σημείο, επιβάλλει τις αναθεωρήσεις.
* * *η (AM γενεαλογία) [γενεαλόγος]η λεπτομερής καταγραφή τών προγόνων ενός ατόμου ή μιας οικογένειας, το γενεαλογικό δένδρονεοελλ.1. η επιστήμη που ασχολείται με την έρευνα τής καταγωγής και τής διαδοχής τών γενών μιας οικογένειας2. βιολ. η σειρά τών μορφών που πήρε ένα ζωικό ή φυτικό είδος από την εμφάνιση τής ζωής μέχρι σήμερα.
Dictionary of Greek. 2013.